μεγαλοβρεμέτης

μεγαλοβρεμέτης
μεγᾰλο-βρεμέτης, ου, ,
A loud-thundering,

Ζεύς Q.S.2.508

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοβρεμέτης — μεγαλοβρεμέτης, ὁ (Α) αυτός που βροντά δυνατά («Διὸς μεγαλοβρεμέταο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα βρεμέτης] …   Dictionary of Greek

  • μεγαβρεμέτης — μεγαβρεμέτης, ὁ (Α) μεγαλοβρεμέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. βαρυ βρεμέτης, υψι βρεμέτης] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοβρεμέταο — μεγαλοβρεμέτᾱο , μεγαλοβρεμέτης loud thundering masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”